Διοπείθη

Διοπείθη
Διοπείθης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Διοπείθης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρωβύλη — I Αρχαία πόλη στην Προποντίδα. Το 343 π.Χ. κατελήφθη από τον στρατηγό των Αθηναίων Διοπείθη, σε περίοδο κατά την οποία ο Φίλιππος Β’ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στις ελληνικές πόλεις. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 234 κάτ.) στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • Διότιμος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος στρατιωτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Στρόμβιχου. Το 433 στάλθηκε επικεφαλής μικρής ναυτικής δύναμης των Αθηναίων για να βοηθήσει τους Κερκυραίους στον αγώνα τους εναντίον των Κορινθίων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”